- χροιίζω
- Α(ποιητ. τ.) βλ. χροΐζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χροΐζω — και ποιητ. τ. χροιΐζω Α βλ. χρῳζω … Dictionary of Greek
χρώζω — ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α [χρόα / χροιά] 1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω 2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ. β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek